- ανωρία
- ἀνωρία κ. ιων. -ίη, η (Α) [άνωρος]η ακαταλληλότητα, το άκαιρο εποχής για κάποια ενέργεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνωρίην — ἀνωρία untimeliness fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)